- καύστειρα
- καύστειρα, ἡ (Α)(θηλ. τού καυστήρ)1. αυτή που καίει πολύ, καυστική, πολύ θερμή2. μτφ. σφοδρή, οξεία («μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυστείρης — καύστειρα burning hot fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek